τρόπος

τρόπος
τρόπος, , ([etym.] τρέπω)
A turn, direction, way,

διώρυχες παντοίους τρόπους ἔχουσαι Hdt.2.108

;

διώρυχας τετραμμένας πάντα τ. Id.1.189

, cf. 199: but,
II commonly, way, manner, fashion, guise, τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι going on as we are, ib.97;

τ. ὑποδημάτων Κρητικός Hp.Art.62

;

πᾶς τ. μορφῆς A.Eu.192

;

τίς ὁ τ. τῆς ξυμφορᾶς; S. OT99

;

ἀσκεῖν τὸν υἱὸν τὸν ἐπιχώριον τ. Ar.Pl.47

;

ὁ αὐτός που τ. τέχνης ἰατρικῆς ὅσπερ καὶ ῥητορικῆς Pl.Phdr.270b

; tenor, of documents, PGen.16.11 (iii A. D.), etc.: also in Pl., κεχώρισται τοὺς τ. in its ways, in its kind, Hdt.4.28
;

ψυχῆς τρποι Pl.R.445c

, etc.;

οἱ περὶ τὴν ψυχὴν τ. Arist.HA588a20

:—in various adverbial usages:
1 dat.,

τίνι τρόπῳ;

how?

A.Pers.793

, S.OT10, E.Ba.1294;

τῷ τ.; S.El.679

, E. Hipp.909, 1008;

ποίῳ τ.; A.Pr.763

, etc.; τοιούτῳ τ., τ. τοιῷδε, Hdt. 1.94, 3.68;

ἄλλῳ τ. Pl.Phdr.232b

, etc.; ἑνί γέ τῳ τ. in one way or other, Ar.Pl.402, Pl.Men.96d; παντὶ τ. by all means, A.Th.301 (lyr.), Lys.13.25; οὐδενὶ τ., μηδενὶ τ., in no wise, by no mdans, on no account, Hdt.4.111, Th.6.35, Pl.Cri.49a, etc.; ἑκουσίῳ τ. willingly, E. Med.751; τρόπῳ φρενός by way of intelligence, i.e. in lieu of the intelligence which is lacking to the child, A.Ch.754 (s. v.l.): poet. in pl.,

τρόποισι ποίοις; S.OC468

; τρόποισιν οὐ τυραννικοῖς not after the fashion of . . , A.Ch.479;

ναυκλήρου τρόποις S.Ph.128

.
2 abs. in acc.,

τίνα τρόπον;

how?

Ar.Nu.170

, Ra.460; τ. τινά in a manner, E.Hipp. 1300, Pl.R.432e; τοῦτον τὸν τ., τόνδε τὸν τ., Id.Smp.199a, X.An. 1.1.9;

ὃν τ.

how,

D.H.3.8

; as, LXXPs.41(42).1;

τ. τὸν αὐτόν A.Ch.274

;

πάντα τ. Ar.Nu.700

(lyr.), etc.;

μηδένα τ. X.Mem.3.7.8

; τὸν μέγαν τ., οὐ σμικρὸν τ., A.Th.284,465;

τὸν Ἀργείων τ. Pi.I.6(5).58

;

Σαμιακὸν τ. Cratin.13

; βάρβαρον τ. (βρόμον ex Sch. Schütz) in barbarous guise or fashion, A.Th.463; πίτυος τρόπον after the manner of a pine, Hdt.6.37; ὄρνιθος τ. like a bird, Id.2.57, cf. A.Ag.49 (anap.), 390 (lyr.), etc.; later,

ἐς ὄρνιθος τ. Luc.Halc.1

, cf. Bis Acc.27: rarely in pl., πάντας τρόπους in all ways, Pl.Phd.94d.
3 with Preps., τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον in way of praise, Pi.O.10(11).77:—

δι' οὗ τρόπου Men.539.6

;

διὰ τοιούτου τ. D.S.1.66

:—

ἐς τὸν νῦν τ. Th.1.6

;

εἰς τὸν αὐτὸν τ. μετασκευάσαι X.Cyr.6.2.8

; ἐς ὄρνιθος τ. (v. supr.2):—

ἐκ παντὸς τ. Id.An.3.1.43

, Isoc.4.95
, etc.;

ἐξ ἑνός γέ του τ. Ar.Fr. 187

, Th.6.34;

μηδὲ ἐξ ἑνὸς τ. Lys.31.30

;

μηδ' ἐξ ἑνὸς τ. Isoc.5.3

:—

ἐν τῷ ἑαυτῶν τ. Th.7.67

, cf. 1.97, etc.;

ἐν τρόπῳ βοσκήματος Pl.Lg. 807a

: in pl., γυναικὸς ἐν τρόποις, ἐν τ. Ἰξίονος, A.Ag.918, Eu.441:—

κατὰ τὸν αὐτὸν τ. X.Cyr.8.2.5

;

κατὰ πάντα τ. Ar.Av.451

(lyr.), X.An. 6.6.30, etc.;

κατ' οὐδένα τ. Plb.4.84.8

, etc.;

κατ' ἄλλον τ. Pl.Cra. 417b

;

κατὰ τὸν Ἑλληνικὸν τ. X.Cyr.2.2.28

: in pl., κατὰ πολλοὺς τ. ib.8.1.46, etc.:—μετὰ ὁτουοῦν τ. in any manner whatever, Th.8.27:—

ἑνὶ σὺν τ. Pi.N.7.14

.
4 κατὰ τρόπον,
a according to custom,

κατὰ τὸν τ. τῆς φύσεως Pl.Lg.804b

; opp.

παρὰ τὸν τ. τὸν ἑαυτῶν Th.5.63

, cf. Antipho 3.2.1.
b fitly, duly, Epich.283, Isoc. 2.6, Pl.Plt.310c, etc.;

οὐδαμῶς κατὰ τ. Id.Lg.638c

; opp.

ἀπὸ τρόπου

unreasonable, absurd,

Id.Cra.421d

, Tht.143c, etc.; so

θαυμαστὸν οὐδὲν οὐδ' ἀπὸ τοῦ ἀνθρωπείου τ. Th.1.76

.
5

πρὸς τρόπου

fitting, suitable,

PCair.Zen.309.5

(iii B. C.).
III of persons, a way of life, habit, custom, Pi.N.1.29; μῶν ἡλιαστά; Answ.

μἀλλὰ θατέρου τ. Ar. Av.109

;

ἐγὼ δὲ τούτου τοῦ τ. πώς εἰμ' ἀεί Id.Pl.246

, cf. 630.
2 a man's ways, habits, character, temper, ὀργὴν καὶ ῥυθμὸν καὶ τ. ὅστις ἂν ᾖ (v.l. ὅντιν' ἔχει) Thgn.964; τρόπου ἡσυχίου of a quiet temper, Hdt.1.107, cf. 3.36;

φιλανθρώπου τ. A.Pr.11

;

γυναικὶ κόσμος ὁ τ., οὐ τὰ χρυσία Men.Mon.92

;

οὐ τὸν τ., ἀλλὰ τὸν τόπον μόνον μετήλλαξεν Aeschin.3.78

; τρόπου προπέτεια, ἀναίδεια, D.21.38, 45.71;

ἀφιλάργυρος ὁ τ. Ep.Hebr.13.5

:—

οὐ τοὐμοῦ τ. Ar.V.1002

; σφόδρ' ἐκ τοῦ σοῦ τ. quite of your sort, Id.Th.93; ξυγγενεῖς τοὐμοῦ τ. ib.574:—πρὸς τρόπου τινός agreeable to one's temper, Pl.Phdr.252d, cf. Lg.655d;

πρὸς τοῦ Κύρου τρόπου X.An.1.2.11

:—opp.

ἀπὸ τρόπου Pl.Phdr.278d

, R. 470c:—after Adjs.,

διάφοροι ὄντες τὸν τ. Th.8.96

;

σολοικότερος τῷ τ. X.Cyr.8.3.21

:—esp. in pl., Pi.P.10.38, S.El.397, 1051; σκληρός, ἀμνοὶ τοὺς τρόπους, Ar.Pax 350, 935;

σφόδρα τοὺς τ. Βοιώτιος Eub.39

;

πουλύπους ἐς τοὺς τ. Eup.101

;

μεθάρμοσαι τ. νέους A.Pr.311

;

τοὺς φιλάνορας τ. Id.Ag.856

;

νέας βουλὰς νέοισιν ἐγκαταζεύξας τ. S.Aj. 736

;

τοῖς τρόποις ὑπηρετεῖν Ar.Ra.1432

; opp. νόμοι, Th.2.39;

ἤθη τε καὶ τ. Pl.Lg.924d

.
IV in Music, like ἁρμονία, a particular mode,

Αύδιος τ. Pi.O.14.17

; but more generally, style, νεοσίγαλος τ. ib.3.4;

ὁ ἀρχαῖος τ. Eup.303

; ᾠδῆς τρόπος, μουσικῆς τρόποι, Pl.R. 398c, 424c; διθυραμβικοὶ τ. (distd. fr. ἦθος) Phld.Mus.p.9K.;

ὁ ἁρμονικὸς τῆς μουσικῆς τ. Aristid.Quint.1.12

, cf. 2.1; of art in general,

πάντες τῆς εἰκαστικῆς τ. Phld.Po.5.7

.
V in speaking or writing, manner, style,

ὁ τ. τῆς λέξεως Pl.R.400d

, cf. Isoc.15.45
: esp. in Rhet. in pl., tropes, Trypho Trop.tit., Cic.Brut.17.69, Quint.Inst.8.6.1.
VI in Logic, mode or mood of a syllogism, Stoic.3.269, cf. 1.108, 2.83: more generally, method of instruction or explanation,

ὁ ἄνευ φθόγγων τ. Epicur.Ep.1p.32U.

; ὁ μοναχῇ τ. the method of the single cause, opp. ὁ πλεοναχὸς τ. the method of manifold causes, Id.Ep.2p.41U.; mode of inference, ὁ κατὰ τὴν ὁμοιότητα τ., opp. ὁ κατ' ἀνασκευὴν τ. τῆς σημειώσεως, Phld.Sign.30,31;

αἰτιολογικὸς τ. Epicur.Nat. 143

G.
VII beam, Moschio ap.Ath.5.208c (so in Mod.Gr., cf. Glotta 11.249).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τροπός — twisted leathern thong masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόπος — turn masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόπος — ο, ΝΜΑ 1. μέσο, μέθοδος, είδος, σύστημα ενέργειας (α. «τρόπος διδασκαλίας» β. «οὐ γὰρ δῆ τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι δυνατοί εἰμεν οἰκέειν τὴν χώραν», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με λόγο) ύφος, είδος έκφρασης 3. μτφ. συμπεριφορά, διαγωγή, φέρσιμο (α. «δεν …   Dictionary of Greek

  • τρόπος — ο 1. σύστημα ενέργειας, μέθοδος, μέσο: Υπάρχει τρόπος να πετύχεις. 2. μτφ., διαγωγή, συμπεριφορά, φέρσιμο: Έχει καλούς τρόπους. 3. επιτηδειότητα, λεπτότητα, ικανότητα: Τα ζήτησε με τρόπο και τα πήρε. 4. περιουσία, χρήματα, το βιος: Έχει τον τρόπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροπός — ο, ΝΑ ο τροπωτήρας αρχ. δοκός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ τής ρίζας τού τρέπω. Ο τ. στη λήγουσα αναλογικά προς το τροφός) …   Dictionary of Greek

  • λύδιος τρόπος — Μία από τις συνολικά δεκαπέντε κλίμακες της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Προερχόταν από τη Λυδία και διδάχθηκε στην Ελλάδα από τον Όλυμπο, σύμφωνα με τον Αριστόξενο. Ο λύδιος, όπως και ο φρύγιος τρόπος, αποδίδονταν επίσης σε θεότητες ή ποιητές της …   Dictionary of Greek

  • ετερογαμία — Τρόπος αμφιγονικής αναπαραγωγής, κατά την οποία οι συναπτόμενοι γαμέτες προέρχονται από διαφορετικά άτομα. Η ε. μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανισογαμία αν υπάρχει διαφορά μεγέθους και μορφής μεταξύ των γαμετών ή μεταξύ των γεννητικών κυττάρων των… …   Dictionary of Greek

  • νομαδισμός — Τρόπος ζωής των λαών ή των φυλών, που δεν έχουν μόνιμη κατοικία και ζουν κινούμενοι διαρκώς από τόπο σε τόπο· οι μετακινήσεις των νομαδικών λαών ρυθμίζονται από τη μεταβολή των κλιματικών συνθηκών και των συνεπειών της στη ζωή των ζώων και των… …   Dictionary of Greek

  • τρόπω — τρόπος turn masc nom/voc/acc dual τρόπος turn masc gen sg (doric aeolic) τροπόω make to turn pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) τροπόω make to turn imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιαχνί — τρόπος μαγειρέματος κρέατος, λαχανικών ή οσπρίων με κρεμμύδι τσιγαρισμένο μέσα σε λάδι, μυρωδικά και σάλτσα ντομάτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yahni] …   Dictionary of Greek

  • διαίσθηση — Τρόπος άμεσης πρόσκτησης γνώσεων, χωρίς επίγνωση της σχετικής διαδικασίας. Στην ιστορία της σκέψης, η δ. ήταν αρχικά intuitio intellectualis, δηλαδή μία μορφή που στηρίζεται στον συνδυασμό των αισθήσεων και της νόησης και αφορά την άμεση σύλληψη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”